σκαρώνω
Greek Monolingual
και εσχαρώνω Ν σκαρί / εσχάριο
1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά
2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο
3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» — επινόησαν κάτι σε βάρος μου ή χάριν αστεϊσμού
β) «του τή σκάρωσε» — πέτυχε κάτι σε βάρος του, του τήν έφερε.