σκαρώνω

Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και εσχαρώνω Ν σκαρί / εσχάριο
1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά
2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο
3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» — επινόησαν κάτι σε βάρος μου ή χάριν αστεϊσμού
β) «του τή σκάρωσε» — πέτυχε κάτι σε βάρος του, του τήν έφερε.