η, Ν σμίγω1. μίξη, ανάμιξη2. συνάντηση, σμίξιμο3. συνεύρεση4. γάμος («στον κόσμο έτοια πεθυμιά και σμίξη δεν εγίνη», Ερωτόκρ.).