σουβλιά

Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν σούβλα / σούγλα
τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης
2. τα κομμάτια κρέατος που χωρούν σε μία σούβλα.