στέγαση

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η /στέγασις -άσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στέγασσις και στέγαξις Α στεγάζω
κατασκευή στέγης, τοποθέτηση στέγης σε οικοδόμημα
νεοελλ.
εγκατάσταση σε σπίτι, προσωρινή ή μόνιμη, φιλοξενία ή απόκτηση κατοικίας.