στραπατσάρω

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

Ν
1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα»)
2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω
3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ. φρ. extra patiare «υποφέρω επί πλέον»].