συνεισδίδωμι

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A submit to a court together with another, μοι συγχώρησιν Mitteis Chr.31 ii 11 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].

Greek Monolingual

Α
1. επιτρέπω, παραχωρώ κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. επιδίδω συγχρόνως στον δικαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσδίδωμι «προτείνω, πληροφορώ, ειδοποιώ»].