ὑπόβλημα

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything put under, bedding, Hippiatr.10 (pl.).    2 dub. sens. in list of naval equipment, IG22.1621, al.

German (Pape)

[Seite 1211] τό, das Untergelegte, Sp.; bei den Trieren im Att. Seew. oft. Vgl. κατάβλημα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβλημα: τό, πρᾶγμα ὑποβαλλόμενον, ὑπόστρωμα, στρῶμα, ὑποβλήματα μαλακὰ Ἱππιατρ. σ. 40, 23., 108, 16, κτλ. 2) ὑπ. τριήρους, ἐπὶ σημασίας ἀγνώστου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Seewesen, 161.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ ὑποβάλλω
καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα.