ὑπόβλημα
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
-ατος, τό,
A anything put under, bedding, Hippiatr.10 (pl.).
2 dub. sens. in list of naval equipment, IG22.1621, al.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, das Untergelegte, Sp.; bei den Trieren im Att. Seew. oft. Vgl. κατάβλημα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβλημα: τό, πρᾶγμα ὑποβαλλόμενον, ὑπόστρωμα, στρῶμα, ὑποβλήματα μαλακὰ Ἱππιατρ. σ. 40, 23., 108, 16, κτλ. 2) ὑπ. τριήρους, ἐπὶ σημασίας ἀγνώστου, Ἐπιγραφ. ἐν Böckh’s Seewesen, 161.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Μ ὑποβάλλω
καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα.