φωνόλιθος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(πετρογρ.) συνοπτική ονομασία τών μελών μιας ομάδας εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία είναι πλούσια σε νεφελίνη και καλιούχο νάτριο και αποχωρίζονται σε λεπτές ανθεκτικές πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonolite < φωνή + λίθος. Η λ., που μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως, πλάστηκε επειδή οι πλάκες του πετρώματος παράγουν δυνατό ήχο όταν χτυπηθούν με σφυρί ή άλλο σκληρό μεταλλικό αντικείμενο].