νάτριο
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το
χημ. αργυρόχρωμο μεταλλικό στοιχείο με σύμβολο Na, ατομικό αριθμό 11, ατομικό βάρος 23, ειδικό βάρος 0, 97, σημείο τήξης 98°C και ζέσης 880°C, το οποίο ανήκει στην ομάδα τών αλκαλίων και είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση υπό μορφή αλογονούχων, πυριτικών, ανθρακικών, θειικών και νιτρικών αλάτων και του οποίου η πιο συνήθης ένωση είναι το χλωριούχο νάτριο, το κοινό αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. natrium < νεολατ. natrium < γερμ. natron < γαλλ. natron < ισπ. natron < αραβ. natrŭn (πρβλ. νίτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρ. Μητσόπουλο].