φλαμούρι

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. φλαμουριά
2. το ξύλο της φλαμουριάς
3. αφέψημα από τα φύλλα της φλαμουριάς, τίλιο
4. βοτ. άλλη ονομασία του φυτού μελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].