φρούριο
Greek Monolingual
το / φρούριον, ΝΜΑ, και φρουρεῑον Μ, και φρώριον Α φρουρός
1. οχυρό συγκρότημα εγκαταστάσεων για την προστασία ενός τόπου από εχθρική επίθεση, κν. κάστρο (α. «το φρούριο της Ναυπάκτου» β. «τὰ φρούρια ἐπισκευάζειν καὶ τὸν Πειραιᾱ τειχίζειν», Δημοσθ.)
2. πύργος στην κορυφή λόφου ή βουνού
3. συνεκδ. οι στρατιώτες, οι φρουροί που είναι εγκατεστημένοι σε τέτοιο συγκρότημα
νεοελλ.
καθετί που προασπίζει κάτι («οι ένοπλες δυνάμεις μας είναι φρούριο της ελευθερίας του έθνους»
αρχ.
1. φυλακή («ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ», Πλάτ.)
2. φρ. «πόλεως φρούριον» — το δικαστήριο της βουλής του Αρείου Πάγου (Αισχύλ.).