τσυτσυρίζω

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν
1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο
2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμονα
β) (για πουλί) τυτιβίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη της αρκτικής συλλαβής].