και τσιτσυρίζω και τσιτσιρίζω και τσιρτσιρίζω Ν1. (για κρέας ή άλλη ουσία που καίγεται) παράγω συριστικό ήχο2. μτφ. α) βασανίζω κάποιον αργά και επίμοναβ) (για πουλί) τυτιβίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω, με επανάληψη της αρκτικής συλλαβής].