χαρχάλι

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. λειρί πετεινού
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. του καράκαλλον «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. χηλή / χαλά, μέσω ενός τ. χαλχάλι (< χαλά, με αναδίπλωση της πρώτης συλλαβής), με ανομοίωση του -λ- σε -ρ-].