τσάλαχο

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
θόρυβος, φασαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαγος, με τροπή του σ- σε τσ- (πρβλ. συρίζω < τσυρίζω) και του -γ- σε -χ- και με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].