φλυκταινώδης

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ες,

   A = φλυκταινοειδής, Philum.Ven.17.1, Orib.Fr. 105.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, zsgz. = φλυκταινοειδής, Sp.

Greek Monolingual

-ες / φλυκταινώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλύκταινα
1. όμοιος με φλύκταινα
2. γεμάτος φλύκταινες
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία φλυκταινών (α. «φλυκταινώδες εξάνθημα» β. «φλυκταινώδης δερματοπάθεια»).