φεγγαρόψαρο

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του γιγάντιου ψαριού του είδους Μola (orthagoriscus) mola, τυπικού εκπροσώπου της οικογένειας μολίδες της τάξης πλεκτόγναθοι, που απαντά στις θερμές και εύκρατες θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + ψάρι].