υποκινώ

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὑποκινῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑποκίνυμι και ὑποκινύω Α κινῶ
διεγείρω, παρακινώ, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι (α. «την εξέγερση υποκίνησαν προβοκάτορες» β. «ὑπεκίνει Γαλάτας», Πλούτ.)
αρχ.
1. κουνώ κάτι ελαφρά («ὑποκινούμε νον κῡμα», Πολυδ.)
2. (αμτβ.) α) κινούμαι λίγο
β) (για πρόσ.) είμαι λίγο εκτός εαυτού («καὶ μὴν ὅγε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς οὐ μόνον ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ θεῶν ἐπιχειρεῑ τε καὶ ἐλπίζει δυνατὸς εἶναι ἄρχειν», Πλάτ.).