φιλόδηρις
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδηρις: -ιος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας καὶ τὰς ἔριδας, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 170, 78.
Greek Monolingual
-ήριος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που του αρέσουν οι έριδες, φιλόνικος, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δῆρις «μάχη, ανταγωνισμός» (πρβλ. πολύ-δηρις)].