φάντες

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και φάντης, ο, Ν
1. φιγούρα της τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές
2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» — λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου
β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» — λέγεται για συσχετισμό πραγμάτων εντελώς άσχετων μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fante < ισπ. infante < λατ. infans, -antis «παιδί»].