ταπείνωση

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ταπείνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, ηθική μείωση, εξευτελισμός
μσν.-αρχ.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. ελάττωση ύψους
2. σμίκρυνση
3. ελάττωση οιδήματος
4. φαυλότητα ύφους
5. αστρολ. απόκλιση αστέρα ή πλανήτη.