τουρίστας

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. τουρίστρια, η, Ν
περιηγητής, άτομο που επισκέπτεται για σύντομο χρονικό διάστημα και για αναψυχή και ανάπαυση έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tourist (βλ. τουρισμός)].