ταχυμετρία

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(τοπογρ.) μέθοδος για την ταυτόχρονη αποτύπωση της οριζοντιογραφίας και της υψομετρίας του εδάφους με τη χρήση ταχυμέτρου, κατά την οποία προσδιορίζεται η απόσταση, η διεύθυνση και η υψομετρική διαφορά ενός σημείου σε σχέση με το σημείο αναφοράς, που είναι το σημείο στάσης του ταχυμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachymetry < ταχυ- + -μετρία].