χάρβαλο

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση τών συμφώνων. Κατ' άλλη όμως άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. χάλαρο «ερείπιο, χάλασμα» και άρβηλος «είδος μικρού μαχαιριού, φαλτσέτα»].