συσσωμάτωση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η συνένωση σε μία μάζα πολλών και μικρών τεμαχιδίων από μία ή περισσότερες ύλες
2. (υφαντ.) κατασκευή πανιού από μη υφάνσιμες ίνες, οι οποίες αναμιγνύονται με συνδετικό υλικό και συμπιέζονται, ώστε να παραχθεί ένα λεπτό φύλλο
3. μτφ. στενή συνεργασία ανθρώπων με κοινή ιδεολογία για κοινό σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσσωματώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συσσωμάτωσις, μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].