τεχνοκράτης

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. οπαδός της τεχνοκρατίας
2. πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός που ασκεί το λειτούργημά του με βάση κυρίως τη μελέτη τών οικονομικών μηχανισμών χωρίς να λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψιν ο άνθρώπινος παράγοντας
3. εξειδικευμένο πρόσωπο στην επιστήμη ή στην τεχνική, με πείρα και γνώσεις, που βρίσκουν εφαρμογή στην πολιτική, καθώς και στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. technocrat < τέχνη + -κράτης (< κράτος)].