τζογαδόρος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος
2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης
3. (παροιμ.-φρ.) «του τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» — δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giocatore «παίκτης»].