τρομοκρατώ

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-έω, Ν
1. εμπνέω ζωηρό φόβο, φοβίζω πολύ
2. διενεργώ τρομοκρατικές πράξεις
3. εξουσιάζω με την τρομοκρατία
4. (μεσ. και παθ.) τρομοκρατούμαι
κυριεύομαι ή διακατέχομαι από τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκράτης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιωάνν. Καμπούρογλου].