τρομοκρατώ
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. εμπνέω ζωηρό φόβο, φοβίζω πολύ
2. διενεργώ τρομοκρατικές πράξεις
3. εξουσιάζω με την τρομοκρατία
4. (μεσ. και παθ.) τρομοκρατούμαι
κυριεύομαι ή διακατέχομαι από τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκράτης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιωάνν. Καμπούρογλου].