τρομοκρατία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. μέθοδος επικράτησης και επιβολής με την άσκηση σωματικής και ψυχολογικής βίας
2. τρόπος διακυβέρνησης με την εφαρμογή βίαιων και σκληρών μέτρων
3. συστηματική χρήση του εκφοβισμού και της απρόβλεπτης βίας κατά κυβερνήσεων, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων ή ατόμων για την επίτευξη πολιτικών στόχων
4. ως κύριο όν. η Τρομοκρατία
περιληπτική ονομασία δύο περιόδων της Γαλλικής Επανάστασης (α. «Πρώτη Τρομοκρατία» — η περίοδος 10 Αυγούστου - 20 Σεπτεμβρίου 1792
β. «Δεύτερη Τρομοκρατία» — η περίοδος από τον Σεπτέμβριο 1793 μέχρι τις 27 Ιουλίου 1794).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Νικ. Λεβίδη].