φρεάτιο
Greek Monolingual
το / φρεάτιον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρήτιον Α φρέαρ, -ατος]
υποκορ. μικρό πηγάδι, πηγαδάκι
νεοελλ.
1. τεχνητή κάθετη δίοδος, όμοια με φρέαρ, που οδηγεί σε υπονόμους ή σε δίκτυο ύδρευσης ή υπόγειων ηλεκτρικών καλωδιώσεων, κν. φοντανέλα
2. ναυτ. α) χώρισμα στο κύτος πλοίου, όπου στοιβάζονται οι αλυσίδες της άγκυρας
β) κατακόρυφο περίφραγμα πολεμικού πλοίου, μέσα στο οποίο κινούνται οι ανελκυστήρες αναχορηγίας πυρομαχικών από την πυριτιδαποθήκη
3. ιατρ. μικρή οπή που ανοίγεται τεχνητά στο ανθρώπινο σώμα για την αποχέτευση του πύου, αλλ. βοθρίο
μσν.-αρχ.
περιστόμιο φρέατος, φρόχειλο
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «βαθύ ὄρυγμα».