άλλοθεν

Revision as of 20:50, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄλλοθεν επίρρ. (Α)
1. από άλλο μέρος, από αλλού
2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία
3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο
«ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος
«ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο μέρος
«οὐδαμόθεν ἄλλοθεν», από κανένα άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-] + επιρρ. κατάλ. -θεν].