ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ)κάπου αλλού, σε άλλο τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. -ου].