αλλαχού

Revision as of 10:58, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ)
κάπου αλλού, σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. -ου].