ἅγος

Revision as of 17:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

French (Bailly abrégé)

v. ἄγος¹.

Greek Monotonic

ἅγος: ή ἄγος[ᾰ], -εος, τὸ (βλ. ἅζομαι),
I. οποιοδήποτε αντικείμενο θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·
1. όπως το Λατ. piaculum, αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, κατάρα, μίασμα, ενοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. πρόσωπο ή πράγμα μιαρό, βδέλυγμα, μίασμα, σε Σοφ., Θουκ.
3. εξαγνισμός, εξιλέωση, σε Σοφ.
II. με θετική σημασία = σέβας, ευλάβεια, σεβασμός, σε Ομηρ. Ύμν.