ἀνασχίζω

Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A rip up, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35; τὰς κυούσας Arist.EN1148b20; δερμα ὀνύχεσσι Theoc.25.277, cf. IG4.952.32 (Epid.); plough up, νῶτον γᾶς Pi.P.4.228 (tm.):—Pass., τρίβος -όμενος track opened up, Plu.2.161f.

German (Pape)

[Seite 210] aufspalten, aufschlitzen, λαγόν, νεκρόν, Her. 1, 124. 3, 35 u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω καὶ ἀνοίγω, «ξεκοιλιάζω», [τοῦ λαγοῦ] τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 1. 123, 124, κτλ.· πρβλ. 3. 35· τὰς κυούσας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· ― ἐκδέρω, «γδέρνω», δέρμα λέοντος ἀνασχίζειν ὀνύχεσσιν Θεόκρ. 25. 277.

French (Bailly abrégé)

1 fendre de bas en haut, dans toute la longueur;
2 fendre, déchirer en gén.
Étymologie: ἀνά, σχίζω.

English (Slater)

ἀνασχίζω
   1 cleave, cut up ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας codd. iunctim: ἀνὰ cum ὀρόγυιαν coniunxit Bergk.) (P. 4.228)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀνσχ- IG 42.122.32 (Epidauro IV a.C.)
1 rajar, abrir en canal, disecar τὴν κοιλίην Hp.Superf.7, τὰγ κοιλίαν αὐτᾶς IG l.c., τούτου τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35, τὸν ἑαυτῆς μηρόν Polyaen.8.32, ἄρρηκτον κενεῶνα Nonn.D.30.35, τὰς κυούσας Arist.EN 1148b20, cf. LXX Am.1.13, σκυλάκιον Hp.Steril.230, τοὺς μῦς Arist.Mir.832a25, ἰχθύν LXX To.6.5
abs. ἄν τις ἀνασχίσῃ si uno hace la disección Arist.HA 562a15.
2 arañar δέρμα ... ὀνύχεσσι Theoc.25.277, fig. νῶτον γᾶς arar Pi.P.4.228
rastrillar ἀρούρας PLond.1796.6
en v. pas. de un camino ser abierto ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ del mar, Plu.2.161e.

Greek Monolingual

ἀνασχίζω (AM) (μσν. και ἀνασκίζω)
σχίζοντας ανοίγω, σχίζω
μσν.
διασχίζω, περνώ
αρχ.
γδέρνω.

Greek Monotonic

ἀνασχίζω: μέλ. -σω, κατασχίζω, ξεκοιλιάζω, τὴν γαστέρα, σε Ηρόδ.· γδέρνω, σε Θεόκρ.