Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνασχίζω

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασχίζω Medium diacritics: ἀνασχίζω Low diacritics: ανασχίζω Capitals: ΑΝΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: anaschízō Transliteration B: anaschizō Transliteration C: anaschizo Beta Code: a)nasxi/zw

English (LSJ)

rip up, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35; τὰς κυούσας Arist.EN1148b20; δερμα ὀνύχεσσι Theoc.25.277, cf. IG4.952.32 (Epid.); plough up, νῶτον γᾶς Pi.P.4.228 (tm.):—Pass., τρίβος -όμενος track opened up, Plu.2.161f.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀνσχ- IG 42.122.32 (Epidauro IV a.C.)
1 rajar, abrir en canal, disecar τὴν κοιλίην Hp.Superf.7, τὰγ κοιλίαν αὐτᾶς IG l.c., τούτου τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35, τὸν ἑαυτῆς μηρόν Polyaen.8.32, ἄρρηκτον κενεῶνα Nonn.D.30.35, τὰς κυούσας Arist.EN 1148b20, cf. LXX Am.1.13, σκυλάκιον Hp.Steril.230, τοὺς μῦς Arist.Mir.832a25, ἰχθύν LXX To.6.5
abs. ἄν τις ἀνασχίσῃ si uno hace la disección Arist.HA 562a15.
2 arañar δέρμα ... ὀνύχεσσι Theoc.25.277, fig. νῶτον γᾶς arar Pi.P.4.228
rastrillar ἀρούρας PLond.1796.6
en v. pas. de un camino ser abierto ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ del mar, Plu.2.161e.

German (Pape)

[Seite 210] aufspalten, aufschlitzen, λαγόν, νεκρόν, Her. 1, 124. 3, 35 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 fendre de bas en haut, dans toute la longueur;
2 fendre, déchirer en gén.
Étymologie: ἀνά, σχίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχίζω: рассекать, разрезать, вскрывать (τὴν γαστέρα τοῦ λαγοῦ Her.; τὸ ᾠόν Arst.; δέρμα ὀνύχεσσι Theocr.; τρίβος ἀνασχιζόμενος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω καὶ ἀνοίγω, «ξεκοιλιάζω», [τοῦ λαγοῦ] τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 1. 123, 124, κτλ.· πρβλ. 3. 35· τὰς κυούσας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· ― ἐκδέρω, «γδέρνω», δέρμα λέοντος ἀνασχίζειν ὀνύχεσσιν Θεόκρ. 25. 277.

English (Slater)

ἀνασχίζω cleave, cut up ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας codd. iunctim: ἀνὰ cum ὀρόγυιαν coniunxit Bergk.) (P. 4.228)

Greek Monolingual

ἀνασχίζω (AM) (μσν. και ἀνασκίζω)
σχίζοντας ανοίγω, σχίζω
μσν.
διασχίζω, περνώ
αρχ.
γδέρνω.

Greek Monotonic

ἀνασχίζω: μέλ. -σω, κατασχίζω, ξεκοιλιάζω, τὴν γαστέρα, σε Ηρόδ.· γδέρνω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

to rip up, τὴν γαστέρα Hdt.: to rend, Theocr.