οἴσω

Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

οἴσω: ἴδε τὸ ῥῆμα φέρω.

French (Bailly abrégé)

f. de φέρω.

English (Autenrieth)

see φέρω.

Greek Monolingual

οἴσω (Α)
μέλλ. του ρ. φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρηματ. επίθ. οἰστός οδηγεί σε ένα θ. οισ-, άγνωστης ετυμολ., από το οποίο σχηματίζεται ο μέλλ. οἴσω του ρ. φέρω. Το θ. αυτό, που υπάρχει παρλλ. προς το θ. του ενεστ. φέρω και του αορ. ἤνεγκον (βλ. λ. ενεγκείν), έπαψε νωρίς να χρησιμοποιείται].

Greek Monotonic

οἴσω: μέλ. του φέρω.