ενεγκείν
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
ἐνεγκεῖν (Α)
απρμφ. αόρ. του φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή enok- (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν-ήνοχ-α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα enk, που μαρτυρείται παράλληλα προς την αρχική (πρβλ. αλκ-, στο αλ-αλκ-είν, και αλεξ- < αλεκ-σ-) απαντά μόνο στον αναδιπλασιασμένο αόρ. εν-εγκ-είν (πρβλ. αλ-αλκ-είν), που λειτουργεί ως αόριστος του φέρω, μολονότι κατ' άλλους το εν θεωρήθηκε πρόθεση. Από συμφυρμό τών εγκ- και ενεκ- προκύπτει θ. ενεγκ- που απαντά στον τ. εν-ήνεγκ-ται. Τέλος, οι ονοματικοί τύποι σε -ηνεκές (πρβλ. δουρηνεκής, ποδηνεκής) εμφανίζουν πιθ. θ. ενεκ-, ενώ το -η- οφείλεται σε επίδραση του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ομώνυμος). Αν οι μονοσύλλαβες ρίζες enk-, onk-, nek-, nok- είναι μεταπτωτικές βαθμίδες της αρχικής δισύλλαβης enek-, οι ελληνικοί τύποι μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχους άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. παρακμ. ān-amśa, αρχ. ινδ. t-ān-ac, «ήρθα», λιθ. neš-u, αρχ. σλαβ. nes-ο «φέρνω», αρχ. ινδ. naśati, γοτθ. ga-nah «αρκεί», αλλά και λατ. nancior)].