ὤψ

Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, EM344.55, but ὁ, Ar.Byz. (v. infr.), Eust.1426.55 (v. infr.), gen. ὠπός, acc. ὦπα:—

   A eye, face, countenance, Hom. and Hes., only in acc. sing.; εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί to look one in the face, Il.9.373; ἐπὴν ἔλθητε Διός τ' εἰς ὦπα ἴδησθε 15.147: abs., δεινὸς εἰς ὦπα ἰδέσθαι Od.22.405, cf. 23.107; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν in face she is like the goddesses, Il.3.158; οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει Od.1.411; θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Hes.Op.62.—masc. acc. pl., μεγάλους ὦπας Ar. Byz. ap. Ath.7.287b, cf. Ath.9.367a, Gal.12.804, Eust. l. c.; διγλήνους ὦπας Theoc.Ep.6.2, cf. EM233.32: but τὰ ὦπα Pl.Cra.409c: dat. ὤπεσσι Max.157. (Cf. ὄψ B.)

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, gen. ὠπός, acc. ὦπα, Auge, Gesicht, Antlitz; Hom. u. Hes., die aber nur den acc. sing. brauchen; εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί, Einem grade ins Gesicht sehen, Il. 9, 373; auch εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι, 15, 147; ohne Casus, Od. 22, 405. 23, 107; θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν, sie gleicht den Göttinnen, wenn man ins Gesicht sieht, von Gesicht, Il. 3, 158, vgl. Od. 1, 411; θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Hes. O. 62. – Bei Plat. Crat. 409 c schreibt Bekker τὰ ὦπα, die vulg. ist aber τοὺς ὦπας, welches masc. auch das E. M. p. 158, 41 bestätigt; vgl. Ath. VII, 287 a IX, 367 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὤψ: ἡ, Ἐτυμ. Μέγ. 344. 55, - ἀλλὰ ὁ, Εὐστ. 1426. 57 (ἴδε κατωτ.), γεν. ὠπός, αἰτ. ὦπα· - ὀφθαλμός, πρόσωπον, ὄψις, Ὅμ. καὶ Ἡσίοδ., ἀλλὰ μόνον κατ’ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ, οὐδ. ἂν ἔμοιγε τετλαίη κύνεός περ ἐὼν εἰς ὦπα ἰδέσθαι, νά με ἴδῃ εἰς τὸ πρόσωπον, Ἰλ. Ι. 373· εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι Ο. 147· καὶ ἀπολ. εἰς ὦπα ἰδέσθαι Ὀδ. Χ. 405, Ψ. 107· αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν (περὶ τῆς Ἑλένης), «λίαν ταῖς ἀθανάτοις θεαῖς κατὰ τὴν πρόσοψιν ὁμοία ἐστὶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 158· οὐ μὲν γάρ τι κακῷ εἰς ὦπα ἐῴκει Ὀδ. Α. 411· θεῇς εἰς ὦπα ἐΐσκειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 62. - Ἐν Πλάτ. Κρατ. 409C, εὕρηται ἀρσ. αἰτιατ. πληθ. τοὺς ὦπας (ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ παρ’ Ἀθήν. 287Α, 367Α, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6, ὅπερ βεβαιοῦται καὶ ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ. σ. 158), ἣν ἀποδοκιμάζει ὁ Βεκκῆρ. καὶ ὁ Stallb., ἀναγινώσκουσι δὲ τὰ ὦπα κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα· δοτ. ὤπεσσι Μάξιμ. π. καταρχ. 157. (Ἐκ τῆς √ΟΠ ἴδε ὄψ Β).

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
seul. à l’acc. ὦπα;
vue ; visage : εἰς ὦπα ἰδέσθαι τινί IL ou εἰς ὦπά τινος ἰδέσθαι IL regarder qqn en face ; θεῆς εἰς ὦπα ἔοικεν IL elle ressemblait de visage ou d’aspect à une déesse.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ὄπωπα, ὄψομαι.

Greek Monotonic

ὤψ: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), μάτι, πρόσωπο, όψη, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εἰςὦπα ἰδέσθαι τινί, κοιτάζω κάποιον κατάματα, σε Ομήρ. Ιλ.· και απόλ., εἰς ὦπα ἰδέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν, (λέγεται για την Ελένη) είναι στο πρόσωπο όμοια με τις αθάνατες θεές, σε Ομήρ. Ιλ.