εὐπάρθενος

Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A famed for fair maidens, Tryph.51, Nonn.D.39.188.    II εὐ. Δίρκα Dirce, happy maid! E.Ba.520 (lyr.), cf. AP6.287 (Antip.), Nonn.D.16.311; cf. εὔπαις.

German (Pape)

[Seite 1087] 11 gute, glückliche Jungfrau; Δίρκα Eur. Bacch. 520; Ἄρτεμις Antp. Sid. 23 (VI, 287); – εὐνή, jungfräulich, Nonn. 16, 311. – 2) mit vielen od. schönen Jungfrauen, ἄστυ Tryphiod. 51.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπάρθενος: -ον, περίφημος διὰ τὰς ὡραίας παρθένους, Τρυφ. 51. ΙΙ. εὐπ. Δίρκη, εὐδαίμων παρθένος, Εὐρ. Βάκχ. 520. πρβλ. Ἀνθ. Π. 287, Νόνν. Δ. 16. 311, καὶ ἴδε ἐν λ. εὔπαις.

Greek Monolingual

εὐπάρθενος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους
2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.)
3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αει-πάρθενος, καλλι-πάρ-θενος].

Greek Monotonic

εὐπάρθενος: -ον, = καλὴ πάρθενος, σε Ευρ.