εὐπάρθενος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
εὐπάρθενον,
A famed for fair maidens, Tryph.51, Nonn. D. 39.188.
II εὐ. Δίρκα Dirce, happy maid! E.Ba.520 (lyr.), cf. AP6.287 (Antip.), Nonn. D. 16.311; cf. εὔπαις.
German (Pape)
[Seite 1087] 11 gute, glückliche Jungfrau; Δίρκα Eur. Bacch. 520; Ἄρτεμις Antp. Sid. 23 (VI, 287); – εὐνή, jungfräulich, Nonn. 16, 311. – 2) mit vielen od. schönen Jungfrauen, ἄστυ Tryphiod. 51.
Russian (Dvoretsky)
εὐπάρθενος: блаженно-девственная, пребывающая в счастливом девстве (Δίρκη Eur.; Ἄρτεμις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάρθενος: -ον, περίφημος διὰ τὰς ὡραίας παρθένους, Τρυφ. 51. ΙΙ. εὐπ. Δίρκη, εὐδαίμων παρθένος, Εὐρ. Βάκχ. 520. πρβλ. Ἀνθ. Π. 287, Νόνν. Δ. 16. 311, καὶ ἴδε ἐν λ. εὔπαις.
Greek Monolingual
εὐπάρθενος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή χώρα) αυτός που έχει ωραία κορίτσια, ωραίες παρθένους
2. ωραία κόρη («εὐπάρθενε Δίρκα», Ευρ.)
3. αγνή κόρη («Ἄρτεμι... εὐπάρθενε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρθενος (< παρθένος), πρβλ. αειπάρθενος, καλλιπάρ-θενος].
Greek Monotonic
εὐπάρθενος: -ον, = καλὴ πάρθενος, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-πάρθενος, ον = καλὴ πάρθενος, Eur.]