ἐνύπνιον

Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, (ὕπνος)

   A thing seen in sleep, in appos. with ὄνειρος, θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος a dream from the gods, a vision in sleep, came to me, Od.14.495, Il.2.56; ἐ. τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα Hdt.7.16.β; ἐ. παιδός the vision of a boy, AP12.125 (Mel.): used adverbially, ἐ. ἑστιᾶσθαι 'to feast with the Barmecide', Ar.V.1218; κακοδαίμον' οὕτω δεσπότην οὐδ' ἐ. ἰδών Men.Pk.169; later κατ' ἐνύπνιον AP11.150 (Ammian.); cf.sq.    2 after Hom., = ὄνειρος, dream, ὄψις ἐνυπνίου the vision of a dream, Hdt.8.54; ὄψις ἐμφανὴς ἐνυπνίων A. Pers.518, cf. 226, Pl.R.572b; ἐνυπνίῳ πιθέσθαι Pi.O.13.79; ἐ. ἰδεῖν Ar.V.25, Pl.Plt.290b; τέλεον τὸ ἐ. ἀποτετέλεσται Id.R.443b; ἐνύπνια κρίνειν Theoc.21.29, Sammelb.685 (ii B. C.):—Artem. (1.1 b) distinguishes ἐνύπνιον a mere dream, and ὄνειρος a significant, prophetic one; but the distn. is not generally observed, exc. by Philo.

German (Pape)

[Seite 860] τό, das im Schlaf Erscheinende, Traumgesicht, Traumbild; θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος, ein göttlicher Traum kam mir im Schlafe als ein Traumbild, Od. 14, 495 Il. 2, 56, wo ἐνύπνιον nur adverb. den Zustand des schlafenden Menschen ausdrückt, ὄνειρος die Erscheinung ist, wie κατ' ἐνύπνιον Ggstz von ὕπαρ Ammian. 1 (XI, 150); vgl. Ar. Vesp. 1218; ὄψις ἐνυπνίου, das Gesicht, das Bild, die Erscheinung, die man im Traume zu sehen glaubt, Her. 5, 55. 8, 54; ὄψις ἐμφανὴς ἐνυπνίου Aesch. Pers. 510; ἐνυπνίῳ πιθέσθαι Pind. Ol. 13, 76, wie Plat. Phaed. 81 b; τεκμαίρομαι ἔκ τινος ἐνυπνίου Crit. 44 a; τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται, der Traum ist in Erfüllung gegangen, Rep. IV, 443 b; ἐνύπνιον ἰδεῖν Polit. 290 b u. A.; aus welchen Stellen schon hervorgeht, daß der Unterschied, den Artemid. 1, 1 feststellt, ὄνειρος sei der die Zukunft verkündende Traum, ἐνύπνιον gehöre blos der Gegenwart an, nicht beobachtet ist. – Zweifelhaft ist ὁ τὰ ἐνύπνια ἐν Λυκείῳ γεγραφώς Xen. An. 7, 8, 1, wahrscheinlich zu ändern in ἐνώπια oder ἐνοίκια. Eigentlich ist es neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 vison pendant le sommeil, songe, rêve : ὄψις ἐνυπνίου HDT ou ὄψις ἐνυπνίων ESCHL vision, visions en songe;
2 adv. en songe.
Étymologie: ἐνύπνιος.

English (Slater)

ἐνύπνιον
   1 dream ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν (O. 13.79)

English (Strong)

from ἐν and ὕπνος; something seen in sleep, i.e. a dream (vision in a dream): dream.

English (Thayer)

ἐνυπνίου, τό (ἐν and ὕπνος, what appears in sleep; from Aeschylus down), a dream (Latin insomnium), a vision which presents itself to one in sleep: ἐνυπνιάζω. (the Sept. for חֲלום.)

Greek Monolingual

το (AM ἐνύπνιον)
όνειρο («τί δῆτά μοι κακὸν γενήσεται ἰδόντι τοιοῡτον ἐνύπνιον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐνύπνιον: τό (ὕπνος),
1. αυτό που βλέπεται στον ύπνο, ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος, όνειρο ή όραμα ήρθε κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου ως επίρρ., ἐνύπνιον ἑστιᾶσθαι, φαγοπότι με το Βαρμηχίδη (από τις «Χίλιες και μια νύχτες»), δηλ. φαγοπότι που φαίνεται ωραίο αλλά τελικά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, είναι απατηλό και ψεύτικο, σε Αριστοφ.
2. απλώς, το όνειρο, σε Ηρόδ., Αττ.