λοχισμός

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.

Greek Monolingual

λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.

Greek Monotonic

λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.