λοχισμός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ, placing in ambush, Plu.Phil.13 (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mettre ou de se mettre en embuscade.
Étymologie: λοχίζω.
German (Pape)
ὁ, das in Hinterhalt Stellen, Legen, Plut. Philop. 13.
Russian (Dvoretsky)
λοχισμός: ὁ устройство засады, помещение в засаду Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λοχισμός: ὁ, ἡ εἰς ἐνέδραν τοποθέτησις, Πλουτ. Φιλοπ. 13.
Greek Monolingual
λοχισμός, ὁ (Α) λοχίζω
στήσιμο ενέδρας, καρτέρι, παγίδα.
Greek Monotonic
λοχισμός: ὁ (λοχίζω), τοποθέτηση σε ενέδρα, σε Πλούτ.