ὀπωρώνης

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ὀπωροπώλης (q. v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῑς σοῑς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].

Greek Monotonic

ὀπωρώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), οπωροπώλης, μανάβης, σε Δημ.