ἄπαγε

Revision as of 20:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(imper. of ἀπάγω)

   A away! begone! Lat. apage! ἄ. ἐς μακαρίαν Ar.Eq.1151; κἄπαγ' ἀπὸ τῆς ὀσφύος hands off! Id.Pax1053: abs., Luc.Prom.Es7, Am.38, etc.: rarely c. part., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν E.Ph.1733: pl., D.C.38.46.

German (Pape)

[Seite 273] imperat. von ἀπάγω, adverbial gebraucht: fort mit dir, packe dich! vollständig, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών Ar. Ran. 852; Equ. 1147 ἄπαγε εἰς μακαρίαν; Sp., wie Luc. Prom. 7; mit dem partic., ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ' αὐδῶν Eur. Phoen. 1725, weg mit dem Gerede.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαγε: κυρίως προστ. τοῦ ἀπάγω, ἀλλὰ συνήθως λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς ὑπονοουμένου τοῦ σεαυτόν, ὅπερ καὶ τίθεται ἐνίοτε, ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδῶν, «ξεκουμπίσου ἀπ’ ἐδῶ», Ἀριστοφ. Βάτρ. 853, ἄπαγ’ ἐς μακαρίαν ἐκποδών, «πήγαινε ’ς τἀνάθεμα», «κρεμνίσου ἀπ’ ἐδῶ», ἄπαγ’ ἀπό τῆς ὀσφύος, μακράν, κάτω τὰ χέρια ὁ αὐτ. Εἰρ. 1053· ἀπολ., Λουκ. Προμ. 7. Ἔρωτ. 38. κτλ.· σπανίως μετὰ μετοχῆς, ἄπαγε τὰ πάρος εὐτυχήματ’ αὐδῶν Εὐρ. Φοίν. 1733· ἢ μετά γεν. ἄπ. τοῦ νόμου Συνέσ. 161Β. Τὸ πληθ. ὡσαύτως ἀπαντᾶ παρὰ Δίωνι Κ. 38, 46. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἄπαγε· παῦσαι, ἀναχώρει».

French (Bailly abrégé)

va-t’en ! ; avec part. cesse de… !.
Étymologie: impér. de ἀπάγω.

Spanish (DGE)

v. ἀπάγω.

Greek Monolingual

ἄπαγε (προστ. του απάγω
χρησιμοποιείται επιρρηματικώς) (Α)
βλ. απάγω.

Greek Monotonic

ἄπᾰγε: επίρρ. (κανονικά προστ. του ἀπάγω, με αμτβ. σημασία), μακριά! φύγε! τσακίσου! κάτω τα χέρια σου! Λατ. apage! σε Ευρ., Αριστοφ.