ἑκάστοτε

Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A each time, on each occasion, Parm.16.1, Hdt.1.90, Antipho 6.13, X.An.2.4.10, Pl.R.393b ; ἀεὶ..ἑ. Ar.Nu.1280 ; ἑ. πολλάκις Pl.Phlb.58a ; ἵνα ἑ. wherever on each occasion, Hdt.8.115.

German (Pape)

[Seite 751] jedesmal, immer; Her. 8, 115 Thuc. 1, 68; Plat. Rep. III, 393 b; mit ἀεί verbunden, Ar. Nubb. 1279 u. a. com.; mit πολλάκις, Plat. Phileb. 58 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάστοτε: ἐπίρρ., καθ’ ἑκάστην φοράν, εἰς ἑκάστην περίπτωσιν, Ἡρόδ. 1. 90., 5. 105, Ἀντιφῶν 143. 1, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 10, κτλ.· ἑκάστοτ’ ἀεὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 1279· ἵνα ἑκάστοτε, ὁπότε δήποτε ἐν ἑκάστῃ περιπτώσει, Ἡρόδ. 2. 42., 8. 115.

French (Bailly abrégé)

adv.
à chaque fois, en toute occasion ; ἵνα ἑκάστοτε HDT partout où (il arriverait), en toute occasion.
Étymologie: ἕκαστος, ὅτε.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): hεκ- IG 13.101.53 (V a.C.)
adv. cada vez, en cada ocasión, en cada momento τούτο τεύξεαι ... καὶ ἄλλου παντὸς τοῦ ἂν ἑ. δέῃ Hdt.1.90, ἵνα ἑ. γίνοιτο ἐλαύνων Hdt.8.115, πάντα ἑτεροιοῦσθαι ἡμῖν δοκεῖ καὶ μεταπίπτειν ἐκ τοῦ ἑ. ὁρωμένου Meliss.B 8.4, ὡς οὗτος λέγει ἑ. Is.2.5, cf. Isoc.17.48, ἑ. ... πολλάκις en toda ocasión Pl.Phlb.58a, cf. R.393b, ψηφίσασθαι ... ἑ. Antipho 6.13, cf. X.An.2.4.10, ὕειν ὕδωρ ἑ. Ar.Nu.1280, ὅθεν ἂν τυγχάνῃ ῥέον ἑ. Arist.Mete.349a24, cf. GA 738a4, Babr.22.8, Vett.Val.247.7, μακρὰν ἑ. ὁδὸν βαδίζων Macho 15, ἑ. ... μνήμην ποιεῖσθαι 2Ep.Petr.1.15, τὸν ἄρχοντα τὸν ἐν Σκιάθῳ ὃς ἂν ᾖ ἑ. IG 13.110.20 (V a.C.), οἱ πρυτάνεις οἱ ἑ. γινόμενοι ILaod.Lyk.5.24 (II a.C.), cf. IM 97.47 (II a.C.), ὅ τε νῦν ἐὼν ἀγωνοθέτας καὶ οἱ ἑ. ἐσσόμενοι IKyme 13.10 (II a.C.), οἱ ἑ. γινόμενοι τιμοῦχοι SIG 578.60 (Teos II a.C.), cf. IG l.c., IEphesos 21.1.27 (II d.C.), PFlor.367.20 (III d.C.), Aristid.Quint.81.5, Plot.2.4.3, Basil.Ep.19.

English (Strong)

as if from ἕκαστος and τότε; at every time: always.

English (Thayer)

adv, at every time, always: Herodotus, Thucydides, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

(AM ἑκάστοτε)
(επίρρ. χρον.) κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε περίσταση.

Greek Monotonic

ἑκάστοτε: (ἕκαστος), επίρρ., κάθε φορά, σε κάθε περίπτωση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἑκάστοτ' ἀεί, σε Αριστοφ.