γενειάσκω

Revision as of 21:59, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A begin to get a beard, Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5; ἄρτι γενειάσκων IG3.1314.

German (Pape)

[Seite 482] einen Bart bekommen, Plat. Conv. 181 d; Xen. Cyr. 4, 6, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γενειάσκω: γενειάζω, ἀρχίζω νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
γενειάω.

Spanish (DGE)

empezar a tener barba Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5, IG 22.13129 (I d.C.), Aristid.Quint.66.30, Did.CP 5.45.

Greek Monolingual

γενειάσκω (Α) γένυς
1. αρχίζω να αποκτώ γένεια
2. γίνομαι άντρας, ανδρώνομαι.

Greek Monotonic

γενειάσκω: = γενειάζω, αρχίζω να αποκτώ γενειάδα, σε Πλάτ.