βύσσινος

Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

η, ον,

   A made of βύσσος, σινδὼν β. fine linen bandage, used for mummy-cloths, Hdt.2.86; for wounds, Id.7.181; πέπλοι A.Pers. 125 (lyr.), E.Ba.821; φάρος S.Fr.373; ὀθόνια β. OGI90.17 (Rosetta), PStrassb.91.16 (i B. C.), Aristeas 320; β. περιβόλαια PStrassb.91.9 (i B. C.); βύσσινον, τό, LXX Es.1.6 (pl.), al., Apoc.19.8; ὀθόνια καὶ βύσσινα PHolm.15.26.    II = πορφυροῦς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 468] aus Byssus gemacht, πέπλωμα Aesch. Spt. 1041; vgl. Pers. 129; Eur. Bacch. 819; σίνδων Her. 2, 86; Ath. VI, 255 c.

Greek (Liddell-Scott)

βύσσινος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ἐκ βύσσου, σινδὼν β., λεπτὴ λευκὴ σινδὼν ἐν χρήσει πρὸς περιτύλιξιν τῶν τεταριχευμένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· διὰ πληγάς, ὁ αὐτ. 7. 181· πέπλοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 125· φάρος Σοφ. Ἀποσπ. 342· ὀθόνια β., πληρωνόμενα ὡς φόρος ἐν Αἰγύπτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 18.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait du lin le plus fin.
Étymologie: βύσσος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
de lino fino, de batista πέπλοι A.Pers.125, cf. Th.1039, E.Ba.821, φάρος S.Fr.373.3, σινδών para amortajar momias, Hdt.7.181, ὀθόνιον β. tela de lino fino, batista esp. para vendas, Hp.Fist.3, Steril.223, cf. PCair.Zen.87.4, PEleph.26.4, 27.13 (todos III a.C.), OGI 90.17 (Roseta II a.C.), Aristeas 320, PStras.91.16 (I a.C.), Stud.Pal.22.183.45 (II d.C.)
subst. τὸ β. y más frec. τὰ βύσσινα vestidura de lino fino LXX Es.1.6, Ez.16.13, Apoc.19.8, D.S.1.85.5, PMag.1.332, SB 10529A.16 (I/II d.C.) en BL 8.359, PHolm.94, Poll.7.75, Hsch.s.u. βαδδίν
fig. como de batista, finísimo ῥήματα Plu.2.174a.

English (Abbott-Smith)

βύσσινος, -η, -ον (< βύσσος), [in LXX chiefly for שֵׁשׁ, בּוּץ, etc.;] made of βύσσος,
fine linen: Re 18:12, 16 19:8, 14.†

English (Strong)

from βύσσος; made of linen (neuter a linen cloth): fine linen.

English (Thayer)

βυσσίνῃ, βύσσινον (ἡ βύσσος, which see; cf. ἀκάνθινος, ἀμαράντινος), made of fine linen; neuter βύσσινον namely, ἱμάτιον (Winer s Grammar, 591 (550); (Buttmann, 82 (72))) (a) fine linen (garment): βύσσου), WH marginal reading λευκοβυσσινον (for βύσσινον λευκόν)). (Aeschylus, Herodotus, Euripides, Diodorus 1,85; Plutarch, others.)

Greek Monolingual

βύσσινος, -η, -ον (AM) βύσσος
1. κατασκευασμένος από βύσσο
2. το ουδ. ως ουσ. ύφασμα ή φόρεμα από βύσσο.

Greek Monotonic

βύσσινος: -η, -ον, φτιαγμένος από βύσσο· σινδὼν βύσσινος, ένας λεπτός, λινός επίδεσμος που χρησιμοποιούνταν για την περιτύλιξη των ταριχευμένων νεκρών, σε Ηρόδ.· λέγεται για τραύματα, στον ίδ.· βύσσινοι πέπλοι, στον Αισχύλ.