ἐκφαυλίζω

Revision as of 22:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A depreciate, disparage, pour contempt on, J.AJ2.14.1, al., Arr.An.1.13.6, Luc.Merc.Cond.11, Hld.10.12; τινὰ τῆς ὀργῆς J. AJ5.8.6; reject with scorn, Ael.VH9.41, NA4.37 (Pass.): c. inf., disdain to do, ib.11.31.

German (Pape)

[Seite 784] schlecht machen, verkleinern, verschmähen, τί, Luc. merc. cond. 11 u. a. Sp.; τινός, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαυλίζω: ὑποβιβάζω, ἐξευτελίζω, περιφρονῶ, θεωρῶ ἀνάξιον λόγου, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόν. 11· ἀπορρίπτω τι ὡς μὴ καλόν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 37· μετ᾿ ἀπαρεμ., ἀπαξιῶ νὰ πράξω τι, οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (δηλ. ἵππον) ἰάσασθαι αὐτόθι 11. 31.

French (Bailly abrégé)

déprécier, acc. ; ἐκφ. ποιεῖν τι ÉL dédaigner de faire qch.
Étymologie: ἐκ, φαῦλος.

Spanish (DGE)

menospreciar, desdeñar τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ LXX Iu.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.AI 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.AI 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico- Arr.An.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.Merc.Cond.11, cf. Rh.Pr.18, Ael.VH 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1
c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.NA 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados Ael.NA 4.37.

Greek Monolingual

(AM ἐκφαυλίζω)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάτι ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από ηθική άποψη, εξευτελίζω, διαφθείρω, εξαχρειώνω, εκφυλίζω
«η φτώχεια εκφαυλίζει τους ανθρώπους»
«έπειτα από κάθε πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»
μσν.-αρχ.
περιφρονώ, θεωρώ ανάξιο λόγου
θρησκεία τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν ἐκφαυλίζω, συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)
αρχ.
1. απορρίπτω κάτι ως κακό ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)
2. (με απρφ.) απαξιώ να κάνω κάτι («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)
3. είμαι ανίσχυρος, δεν έχω δύναμη («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται κρίσις», Φιλής).

Greek Monotonic

ἐκφαυλίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, υποτιμώ, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, απαξιώ, σε Λουκ.