ἐπιθαυμάζω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A pay honour to, ἐ. τι τὸν διδάσκαλον by giving him a fee, Ar.Nu.1147; ἐπιθαυμάσας τὸ παράλογον in wonder at . ., Plu.Marc.30: abs., Arr.Epict.1.26.12.

German (Pape)

[Seite 942] bewundern, Plut. Marc. 30; durch Geschenke ehren, τινά, Ar. Nubb. 1147.

French (Bailly abrégé)

admirer.
Étymologie: ἐπί, θαυμάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθαυμάζω (AM)
αρχ.-μσν.
θαυμάζω και απορώ, μένω κατάπληκτος
αρχ.
δείχνω σε κάποιον τον θαυμασμό μου.

Greek Monotonic

ἐπιθαυμάζω: μέλ. -σω, αποδίδω τιμή σε, τινά, σε Αριστοφ.